θυνέω
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
= θύνω, only impf., A dart along, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Hes Sc.[210]; ἐν δ' Ἔρι
German (Pape)
[Seite 1225] = θύνω, Hes. Se. 156. 209.
Greek (Liddell-Scott)
θῡνέω: θύνω, μόνον κατὰ παρατ., ὁρμῶ, σπεύδω, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210· ἐπὶ τῆς Ἔριδος καὶ τοῦ Κυδοιμοῦ, αὐτόθι 156· περὶ τῶν Μοιρῶν, 257. ἐπὶ ἀνδρῶν ἱππευόντων, αὐτόθι 286.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. θύνω.
Greek Monolingual
θυνέω (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον Ησίοδ.) ορμώ, εφορμώ, σπεύδω (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», Ησίοδ.
β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του θύνω].
Greek Monotonic
θῡνέω: = θύνω, μόνο στον παρατ., ορμώ, σπεύδω, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
θῡνέω: (только impf. ἐθύνεον) Hes. = θύνω.