καλλίχειρ

From LSJ
Revision as of 10:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίχειρ Medium diacritics: καλλίχειρ Low diacritics: καλλίχειρ Capitals: ΚΑΛΛΙΧΕΙΡ
Transliteration A: kallícheir Transliteration B: kallicheir Transliteration C: kallicheir Beta Code: kalli/xeir

English (LSJ)

[ῐ], Χειρος, ὁ, ἡ, A with beautiful hands, ὠλέναι Chaerem. 14.7.

German (Pape)

[Seite 1311] χειρος, schönhändig, ὠλένη Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, μὲ καλὰς χεῖρας, ἄλλη δ’ ἐγύμνου καλλίχειρας ὠλένας Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608C.

Greek Monolingual

καλλίχειρ, -χειρος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. πλουσιό-χειρ, ροδό-χειρ].