καταδειλιάω
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
A show cowardice, D.61.28; spoil by cowardice, οὐδέν X. An.7.6.22.
German (Pape)
[Seite 1345] aus Feigheit versehen, vernachlässigen, τί neben καταβλακεύω Xen. An. 7, 6, 22; ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. 61, 28; Hdn. 2, 5, 8.
Greek (Liddell-Scott)
καταδειλιάω: μέλλ. -άσω ᾱ, δεικνύω δειλίαν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 22, Δημ. 1410. 5, Ἡρῳδιαν. 2. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être abattu, paralysé par la peur;
2 reculer par crainte devant, acc..
Étymologie: κατά, δειλιάω.
Greek Monotonic
καταδειλιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], δείχνω δειλία, σημάδια φόβου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταδειλιάω: робеть, пугаться (οὐδέν Xen.; χειμῶνος ὥρᾳ, ἐν τῇ μάχῃ Plut.): ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. остолбеневший или оробевший.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δειλιάω zich heel laf gedragen.