διαυγέω

From LSJ
Revision as of 00:32, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυγέω Medium diacritics: διαυγέω Low diacritics: διαυγέω Capitals: ΔΙΑΥΓΕΩ
Transliteration A: diaugéō Transliteration B: diaugeō Transliteration C: diavgeo Beta Code: diauge/w

English (LSJ)

A dawn, ἡμέρας -ούσης Plu.Arat.22, D.H.5.49. II ἧττον δ. to be less obvious, of a tumour, Antyll. ap. Orib.46.27.4. III Pass., to be transparent, Gal.7.88, Hsch.

German (Pape)

[Seite 609] = διαυγάζω; ἡμέρας ἤδη διαυγούσης Plut. Arat. 22; vgl. διαυγάω.

Greek (Liddell-Scott)

διαυγέω: διαυγάζω, Πλούτ. Ἀράτ. 22, Διον. Ἁλ. 5.49 (κοινῶς διαυγώσης ἀντὶ τοῦ διαυγούσης), Ἄντυλ. (Ὀρειβ. 122, Cocch.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
briller à travers, commencer à briller, poindre.
Étymologie: διά, αὐγέω.

Spanish (DGE)

I amanecer ἡμέρας <δ'> ἤδη διαυγούσης Plu.Arat.22, cf. D.H.5.49.
II 1ser perceptible, manifestarse de un tumor ὄγκος αὐτοῖς ἧσσον διαυγήσει καὶ ἀντιμεταστήσεται βραδύτερον en cierto tipo de hidrocefalia, Antyll. en Orib.46.28.4, cf. en v. med. διαυγεῖσθαι· διορᾶσθαι Hsch.
2 en v. med., de la córnea ser transparente ὅταν ... τὴν πρὸ αὐτῆς μοῖραν τοῦ κερατοειδοῦς διαυγουμένην ἀμέμπτως ἔχῃ Gal.7.88.
3 en v. act. y med. resplandecer χλωρότης λαμπρὸν διαυγουμένη Gal.19.155, (λίθος) διαυγεῖ δὲ ὡς πῦρ Aët.2.33.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαυγέω [διαυγής] glans verspreiden:. ἡμέρας δ ’ ἤδη διαυγούσης toen de dageraad reeds gloorde Plut. Arat. 22.9.

Russian (Dvoretsky)

διαυγέω: Plut. = διαυγάζω 2.