επερείδω

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

(AM ἐπερείδω)
στηρίζω πάνω σε κάτι
αρχ.-μσν.
σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [[[ἔγχος]]] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.)
2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά
3. εντείνω (κυρίως τις δυνάμεις μου) («ἐπέρεισε ἵν' ἀπέλεθρον», Ομ. Οδ.)
4. αντιστέκομαι με όλες τις δυνάμεις μου
5. στρέφω όλη τη δύναμη του ενός εναντίον άλλου («ὅλην ἐπερείσας τὴν φάλαγγα τοῑς Ῥωμαίοις», Πλούτ.)
6. στρέφω την προσοχή μου κάπου («ἄν τὴν διάνοιαν ἐπερείσης», Πλούτ.)
7. στέλνω
8. μέσ. ἐπερείδομαι
α) είμαι πλαγιασμένος κάπου
β) στηρίζω τις ελπίδες μου κάπου («ἐπερείδεται εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν ἰσχυρῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω - ωθώ»].