ἀξιομίσητος
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
English (LSJ)
[ῑ], ον, = foreg., Plu.2.10a, 537d, D.C.38.44:—also ἀξιόμῑσος, ον, A.Eu.366 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 270] dasselbe, Plut. ed. lib. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
haïssable.
Étymologie: ἄξιος, μισέω.
Spanish (DGE)
-ον digno de odio πολλοί Plu.2.537c, cf. 2.10a, D.C.38.44.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιομίσητος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον μισεί κανείς, ο μισητός.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιομίσητος: (μῑ) достойный ненависти, ненавистный Plut.