πνιγμονή

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγμονή Medium diacritics: πνιγμονή Low diacritics: πνιγμονή Capitals: ΠΝΙΓΜΟΝΗ
Transliteration A: pnigmonḗ Transliteration B: pnigmonē Transliteration C: pnigmoni Beta Code: pnigmonh/

English (LSJ)

ἡ, = sq., Herm.in Phdr.p.163A. (pl.), Sch.E.Ph.327, Hdn.Epim.111.

German (Pape)

[Seite 641] ἡ, = Folgdm; Schol. Eur. Phoen. 331; Hdn. epimer. 111.

Greek (Liddell-Scott)

πνιγμονή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 111.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ιατρ. ασφυξία προκαλούμενη από μηχανική απόφραξη τών ανώτερων αναπνευστικών οδών λόγω στραγγαλισμού, εισρόφησης ξένου σώματος κ.ά. αιτίων
νεοελλ.
πνιγηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνιγμός + -μονή (< -μων), πρβλ. πῆμα: πημονή, φλέγμα: φλεγμονή.