μάραθος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source

German (Pape)

[Seite 94] ὁ, = Vorigem, Ath. XIII, 596 a; οἱ μάραθοι, Epicharm. bei Ath. II, 70 f.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. μάραθον.

Greek Monolingual

ο (Α μάραθος ὁ, ἡ)
το μάραθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάραθο με αλλαγή γένους].