ἀφρογενής

From LSJ
Revision as of 20:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

German (Pape)

[Seite 415] ές, dass., Hes. Th. 196; Ep. ad 248 (Plan. 169).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né de l’écume (de la mer), ép. d’Aphrodite.
Étymologie: ἀφρός, γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ές
1 mit. epít. de Afrodita nacida de la espuma Ἀφροδίτη ἀ. Hes.Th.196, Orph.Fr.183
subst. como n. pr. AP 16.211 (Stat.Flacc.).
2 astrol. subst. Venus el planeta, Doroth. en Heph.Astr.1.6.2.

Greek Monolingual

ἀφρογενής, η επίθ. (Α)
η αφρογένεια.

Greek Monotonic

ἀφρογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε από τον αφρό, λέγεται για την Αφροδίτη, σε Ησίοδ.· θηλ. Ἀφρο-γένεια, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρογενής: пеннорожденный (θεά, sc. Ἀφροδίτη Hes.).

Middle Liddell

γίγνομαι
foam-born, of Aphrodite, Hes.: fem. Ἀφρο-γένεια, Mosch.