ζυγοφόρος

From LSJ
Revision as of 23:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

German (Pape)

[Seite 1141] = ζυγηφόρος, ἵππος Plut. cup. div. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοφόρος: -ον, φέρων τὸν ζυγόν, πῶλος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ζυγηφόρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte le joug.
Étymologie: ζυγόν, φέρω.

Greek Monolingual

ζυγοφόρος, -ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, αχθο-φόρος.

Greek Monotonic

ζῠγοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ζυγό, λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε ζυγό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοφόρος: несущий ярмо, подъяремный (πῶλος Eur.; ἵππος Plut.).

Middle Liddell

ζῠγο-φόρος, ον φέρω
bearing the yoke, Eur.