πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
[Seite 580] ὁ, Dieb, Räuber, Phot.
περικόπτης: -ου, ὁ, κλέπτης, «περικόπται: κλῶπες» Φώτ. σ. 418, 6, Πόρσων, «περικόπται· κλῶπες, λησταὶ» Ἡσύχ.
ὁ, Α περικόπτω
1. τέκτονας, κτίστης
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «κλώψ, λῃστής».