Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πορνότριψ

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

German (Pape)

[Seite 684] ὁ, = πορνοκόπος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πορνότριψ: ῐβος, ὁ, (τρίβω) = πορνοκόπος, Συνέσ. 178Β, κτλ.· ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι ἡ παλαιοτέρα λέξις, «πορνοκόπος Μένανδρος λέγει· οἱ δὲ ἀρχαῖοι, πορνότριψ, ὃ καὶ κρεῖτον» Θωμᾶς Μάγιστρ. 291, Φρύνιχ. 415· πρβλ. οἰκότριψ, παιδότριψ.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ Α
αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό-τριψ, σκευό-τριψ].