ἐπιγλωσσίς

From LSJ
Revision as of 15:47, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγλωσσίς Medium diacritics: ἐπιγλωσσίς Low diacritics: επιγλωσσίς Capitals: ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΣ
Transliteration A: epiglōssís Transliteration B: epiglōssis Transliteration C: epiglossis Beta Code: e)piglwssi/s

English (LSJ)

Att. ἐπιγλωττίς, ίδος, ἡ, A valve which covers the larynx, epiglottis, Hp.Cord.2, Arist.HA492b34, etc. 2. of the vocal chords, Gal.8.50.

German (Pape)

[Seite 932] ίδος, ἡ, att. -γλωττίς, der Kehldeckel, als Anhang der Zunge, Hippocr. u. Folgde, wie Arist. H. A. 1, 11 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγλωσσίς: Ἀττ. -ττίς, ίδος, ἡ, σαρκίον χονδρῶδες καὶ μυῶδες προσπεφυκὸς εἰς τὴν βάσιν τῆς γλώσσης, χρησιμεῦον δὲ νὰ ἐπιπωματίζῃ τὸ στόμιον τῆς τραχείας ἀρτηρίας ὅταν μασηθεῖσα ἡ τροφὴ παραπέμπηται εἰς τὸν οἰσοφάγον ὅπως μὴ πίπτῃ τι εἰς αὐτὴν τῶν βρωμάτων ἢ τῶν πομάτων, πῶμα γὰρ ἀτρεκὲς ἡ ἐπιγλωσσὶς Ἱππ. 268. 30· τοῖς μὲν οὖν τετράποσι και ἐναίμοις ἔχει ἡ ἀρτηρία οἷον πῶμα τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, π. τὰ Ἱστ. 1. 11, 12.

Greek Monolingual

η
βλ. επιγλωττίς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγλωσσίς: атт. ἐπιγλωττίς, ίδος ἡ анат. язычок (лат. uvula) Arst., Plut.