μεσεγγύωμα
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ατος, τό, A = μεσεγγύημα, v.l. in Isoc.12.13.
German (Pape)
[Seite 137] τό, s. μεσεγγύημα.
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγύωμα: τό, = μεσεγγύημα, Ἰσοκρ. 235G Bekk.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. μεσεγγύημα.
Greek Monolingual
μεσεγγύωμα, -ατος, τὸ (Α)
βλ. μεσεγγύημα.
Russian (Dvoretsky)
μεσεγγύωμα: τό Isocr. = μεσεγγύημα.