ὑπέρπαχυς

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπᾰχυς Medium diacritics: ὑπέρπαχυς Low diacritics: υπέρπαχυς Capitals: ΥΠΕΡΠΑΧΥΣ
Transliteration A: hypérpachys Transliteration B: hyperpachys Transliteration C: yperpachys Beta Code: u(pe/rpaxus

English (LSJ)

υ, A exceedingly fat, Hp.Aër.15, Plu.Cat.Ma.9; very thick, πλῆθος ὑ., of πτισάνη, Hp.Acut.11; of ships, with very thick timbers, D.C.49.1. (In Hp.Aër. l. c. nom. pl. -πάχητες, v.l. -πάχυτες.)

German (Pape)

[Seite 1200] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπᾰχυς: υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν παχύς, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ σκάφη)» Δίων Κ. 49. 1.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. εως;
excessivement gras.
Étymologie: ὑπέρ, παχύς.

Greek Monolingual

-εία, -υ / ὑπέρπαχυς, -εῑα, -υ, ΝΜΑ παχύς
υπερβολικά παχύς, τετράπαχος
μσν.-αρχ.
(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, ογκώδης («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ σκάφη]», Δίων Κάσσ.).

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπᾰχυς: υ adj. необыкновенно тучный Plut.