ξῦσμα

From LSJ
Revision as of 10:57, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῦσμα Medium diacritics: ξῦσμα Low diacritics: ξύσμα Capitals: ΞΥΣΜΑ
Transliteration A: xŷsma Transliteration B: xysma Transliteration C: ksysma Beta Code: cu=sma

English (LSJ)

-ατος, τό, filings, shavings, Hp. Aph. 7.68, Inscr.Délos 442 B 96 (ii BC); in pl., ξύσματα ξύλων Apollod. Poliorc. 145.13; ξ. ἐλέφαντος Orib. 14.62.1.
lint, Erot. s.v. ἄχνη ὀθονίου. in pl., shreds of flesh, Hp. Acut. 59; ἐντέρων Gal. 8.382, 18(1).730, cf. Dsc. 4.176. in pl., particles, motes in the sunbeam, ψυχὴν εἶναι τὰ ἐν τῷ ἀέρι ξ. Arist. de An. 404a3, cf. Pr. 913a9.
that which is scratched on a thing; hence ξύσματαγράμματα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ξῦσμα: ἢ ξύσμα, τό, (ξύω), τὸ ἀποξυσθὲν διὰ ξύσεως, «ῥοκανίδια», Λατ. strigmentum, ramentum, Ἱππ. Ἀφ. 1261· ἐν τῷ πληθ., κενώσεις ἐνέχουσαι ἐξεσμένας σάρκας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394 (πρβλ. ξυσματώδης)· ξύσματα τῶν ὀθονίων, ἐξεσμένον λινοῦν ὕφασμα, ξαντὸν διὰ τραύματα, Ἐρωτιαν.· ἀλλαχοῦ μοτόν. 2) ἐν τῷ πληθ., μόρια πραγμάτων, κόνις ἐν τῇ ἡλιακῇ ἀκτῖνι, ψυχὴν εἶναι τὰ ἐν τῷ ἀέρι ξ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 4, πρβλ. Προβλ. 15. 13, 1. ΙΙ. τὸ γεγλυμμένον ἢ ἐσκαλισμένον ἐπί τινος πράγματος· ὅθεν ξύσματα = γράμματα, Ἡσύχ. - προσέτι, ξύσμα = «κνήφη. λέπρα» ὁ αὐτ.

Russian (Dvoretsky)

ξῦσμα: или ξύσμα, ατος τό оскребок, пылинка (τὰ ξύσματα ἐν τῷ ἀέρι Arst.).