φάνσις
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
εως, ἡ, A = φάσις (A) 11.1, Porph. ap. Eus.PE3.4, Suid. s.v. ἐπιτολῆς. II morning twilight, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φάνσις: -εως, ἐμφάνισις, π. χ. ἐμφάνισις ἢ ἐπιτολὴ ἀστέρος Πορφύρ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 92C, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἐπιτολῆς.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ
1. (για αστέρα) επιτολή
2. λυκαυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. φᾰν- του φαίνω + κατάλ. -σις (πρβλ. φάσις)].