μαμμοπάτωρ
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, A maternal grandfather, Inscr.Cypr. 159 H.
Greek (Liddell-Scott)
μαμμοπάτωρ: μητροπάτωρ, Ἐπιγραφ. Κύπρ. Hoffm. 159.
Greek Monolingual
μαμμοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ο πατέρας της μητέρας, ο παππούς από τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + πατήρ (πρβλ. βασιλο-πάτωρ)].