Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Full diacritics: κατάστεμα | Medium diacritics: κατάστεμα | Low diacritics: κατάστεμα | Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΜΑ |
Transliteration A: katástema | Transliteration B: katastema | Transliteration C: katastema | Beta Code: kata/stema |
τό, late form of κατάστημα (q.v.).
κατάστεμα, τὸ (Α)
(μτγν. τ. του κατάστημα) κατάσταση, διάθεση ψυχική («εἰς κατάστεμα μανίας ἀγηοχώς» — αφού περιήλθε σε ψυχική διάθεση μανίας, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετγν. τ. του κατάστημα].