κατακρήμναμαι
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
English (LSJ)
Pass., A = κατακρέμαμαι, Hp.Morb.2.10, Ar.Nu. 377: impf. κατεκρημνῶντο (from κατακρεμ-κρημνάομαι) h.Bacch.39, prob. in Dsc.4.46, J.AJ3.7.5.
German (Pape)
[Seite 1356] herabhangen, von den Wolken, Ar. Nubb. 376, Schol. κρεμάμεναι ἐκ τοῦ ἀέρος.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρήμνᾰμαι: μέσ.,= κατακρέμαμαι, Ἱππ. 464. 20, Ἀριστοφ. Νεφ. 377· παρατατ. κατεκρημνῶντο (ἐκ τοῦ κατακρημνάομαι), Ὁμ. Ὕμν. 6. 39.
French (Bailly abrégé)
être suspendu, bringuebaler.
Étymologie: κατά, κρήμναμαι.
Greek Monolingual
κατακρήμναμαι (Α)
κατακρέμαμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρήμναμαι «κρέμομαι»].
Greek Monotonic
κατακρήμνᾰμαι: Παθ., κατακρέμαμαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατακρήμνᾰμαι: (только praes.) свисать, нависать (νεφέλαι κατακρημνάμεναι Arph.).
Middle Liddell
<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">Πασς.,</orth></form> = κατακρέμαμαι, Ar.]