μετωπιαῖος

From LSJ
Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπιαῖος Medium diacritics: μετωπιαῖος Low diacritics: μετωπιαίος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΑΙΟΣ
Transliteration A: metōpiaîos Transliteration B: metōpiaios Transliteration C: metopiaios Beta Code: metwpiai=os

English (LSJ)

α, ον, A on or of the forehead, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.26.1, Sor.Fasc.4. Gal.18(1).786.

German (Pape)

[Seite 164] auf der Stirn, ἐπίδεσις, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

μετωπιαῖος: -α, -ον, ὁ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἢ ἀνήκων εἰς αὐτό, Γαλην. τ. 12, σ. 476.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μετωπιαῑος, -αία, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μέτωπο (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο οστό
γ. «μετωπιαίος μυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. ονυχ-ιαίος, πλευρ-ιαίος)].