πέπειρα

From LSJ
Revision as of 18:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπειρᾰ Medium diacritics: πέπειρα Low diacritics: πέπειρα Capitals: ΠΕΠΕΙΡΑ
Transliteration A: pépeira Transliteration B: pepeira Transliteration C: pepeira Beta Code: pe/peira

English (LSJ)

ἡ, rare fem. of πέπων (formed on analogy of πίειρα, fem. of πίων), used of women, A mellow, ripe, ἐν ταῖς πεπείραις (v.l. -οις) Ar. Ec.896 ; over-ripe, passée, π. γίνομαι Anacr.87 ; πέπειρα· γραῖα, Hsch. 2 of things, soft, pulpy, τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῖ Hp.VC 11 (v.l. - ον) : metaph., ὀργὴ π. S.Tr.728.

French (Bailly abrégé)

v. πέπειρος.

Greek Monolingual

Α
(σπάν. θηλ. του πέπων)
1. (για γυναίκα) ώριμη, ηλικιωμένη
2. (για πράγματα) μαλακή («τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῑ», Ιπποκρ.)
3. μτφ. (για ψυχική κατάσταση) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῑς σφαλεῑσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπων, κατά το σχήμα πίων: πίειρα].

Russian (Dvoretsky)

πέπειρα: Soph., Plut. f к πέπειρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπειρα f. van 1. πέπων.

English (Woodhouse)

assuaged

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)