συμφωνώ
Greek Monolingual
συμφωνῶ, -έω, ΝΜΑ σύμφωνος
1. μουσ. συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι
2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («τα λόγια του δεν συμφωνούν με τα έργα του»)
3. έχω ή εκφέρω την ίδια γνώμη («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν», Διον. Αλ.)
4. έρχομαι σε συμφωνία, κάνω σύμβαση με κάποιον (α. «συμφωνήσαμε να μην το πούμε σε κανέναν άλλον» β. «συμφωνήσας Ἠρακλείδης μετὰ Θοτέως», πάπ.)
5. (το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) το συμφωνηθέν
συμφωνία, σύμβαση
6. (το ουδ. της παθ. μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τα συμπεφωνημένα
οι συμφωνίες
αρχ.
1. στρ. συνθηκολογώ, κάνω ειρήνη
2. συνωμοτώ («οὐδὲν γὰρ φοβερὸν μὴ ποτὲ συμφωνήσωσιν οἱ πλούσιοι τοῑς πένησιν ἐπὶ τούτοις», Αριστοτ.)
3. (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συμφωνούμενα
α) οι φθόγγοι αυτοί που συνεκφωνούνται με κάποιον άλλο φθόγγο
β) τα σύμφωνα.