Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιηγούμαι

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

περιηγοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ
1. ταξιδεύω κάπου για να επισκεφθώ τα αξιοθέατα και να γνωρίσω τη ζωή τών κατοίκων, κάνω τουρισμό
2. επισκέπτομαι χώρο αρχαιολογικού φυσικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος και βλέπω τα αξιοθέατα ή τα εκθέματα
μσν.-αρχ.
περιγράφω λεπτομερώς
αρχ.
1. οδηγώ κάποιον σε άγνωστο μέρος, του δείχνω τον δρόμο («Ἐπιάλτης γάρ ἐστι ὁ περιηγησάμενος τὸ ὄρος κατὰ τὴν ἀτραπόν», Ηρόδ.)
2. περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἡγοῦμαι «οδηγώ»].