συνοικώ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
Greek Monolingual
συνοικῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοικῶ Α σύνοικος
διαμένω στην ίδια κατοικία, συγκατοικώ
αρχ.
1. (για λαούς) σχηματίζω κοινωνία («ἡλληνίσθησαν τὴν νῡν γλῶσσαν πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων», Θουκ.)
2. (για άνδρα και γυναίκα) ζω μαζί με κάποιον ως σύζυγός του ή, απλώς, συζώ με κάποιον
3. αστρολ. (για πλανήτη) μοιράζομαι τον ίδιο οίκο, βρίσκομαι στην ίδια θέση του ζωδιακού κύκλου με άλλον
4. (σχετικά με τόπο) καταλαμβάνω και κατοικώ από κοινού («συνοικήσοντας Κυρηναίοισι Λιβύην», Ηρόδ.)
5. απόλ. ζω ως έγγαμος
6. (σχετικά με συναισθήματα ή περιστάσεις) είμαι στενά συνδεδεμένος με κάτι («κατακτείνας ἐμοὺς ἐχθροὺς τὸ λοιπὸν μὴ συνοικοίην φόβῳ», Ευρ.)
7. παθ. συνοικοῡμαι, -έομαι
(για τόπο) είμαι πυκνοκατοικημένος («μέρος ὄντα τῆς πόλεως οὐδὲ συνοικούμενον», Πλούτ.).