ωφελώ

From LSJ
Revision as of 16:44, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

ὠφελῶ, -έω, ΝΜΑ
1. παρέχω ωφέλεια, κάνω καλό σε κάποιον, βοηθώ, εξυπηρετώ (α. «οι διακοπές τον ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ μηδέν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.)
2. μέσ. ωφελούμαι και ὠφελοῦμαι, -έομαι
έχω ώφελος, έχω συμφέρον, κερδίζω (α. «βγήκε ωφελημένος από την όλη κατάσταση» β. «ἡ πόλις οὐκ ὠφελείται ἐν τῷ τοιῷδε», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφελος (< ὀφέλλω [II] «αυξάνω, επιτείνω, τιμώ»). Το αρκτικό μακρό φωνήεν ω- του ρήματος οφείλεται στην επίδραση τών συνθέτων σε -ωφελής (πρβλ. κοιν-ωφελής, οικ-ωφελής) της λ. όφελος].