ποντοπορώ
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
ποντοπορῶ, -έω, ΝΜΑ ποντοπόρος
1. (για πλοίο) διαπλέω τη θάλασσα
2. (για πρόσ.) ταξιδεύω με πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος («καὶ πλῆθος ἐφοδίων ἄφθονον, ὅπως ἐπιλίπῃ μηδέν αὐτοὺς ποντοποροῡντας», Πλούτ.)
αρχ.
μτφ. παλεύω με τις αντιξοότητες της ζωής.