ράδιος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ῥαίδιος και ῥάδιος, -ία, -ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, -ίη, -ον, Α
1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.)
2. προσφυής, κατάλληλοςῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.)
3. απερίσκεπτος, απρόσεκτος ή αμελήςῥᾴδιος τὸν τρόπον καὶ πρὸς πᾱσαν ἀδικίαν εὔκολος», Λουκιαν.)
4. (για πρόσ.) έτοιμος ή πρόθυμος για κάτι
5. φρ. α) «ῥᾴδιόν [ἐστι]» (με απαρμφ.)
i) είναι εύκολο να
ii) είναι ασήμαντο
β) «ἐκ ῥᾳδίας»
(με επιρρμ. σημ.) εύκολα
6. παροιμ. φρ. «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῑν οὐ ῥᾴδιον» — είναι αδύνατον να διορθωθεί ο κακός και διεστραμμένος χαρακτήρας.
επίρρ...
ῥᾳδίως ΜΑ, και αιολ. τ. βραϊδίως και επικ. και ιων. τ. ῥηϊδίως και ῥηδίως Α
1. με εύκολο τρόπο, ευχερώς («τοὺς σοὺς... μύθους ῥαδίως ἐγὼ φέρω», Ευρ.)
2. με ετοιμότητα ή με προθυμία
αρχ.
1. με απερισκεψία, με επιπολαιότηταὅπως μὴ ῥᾳδίως περὶ μεγάλων πραγμάτων... βουλεύσησθε», Θουκ.)
2. φρ. «οὐ ῥᾳδίως» — μόλις και με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ῥᾶ (Ι) / ῥῆα «εύκολα, χωρίς κόπο» + επίθημα -ίδιος (πρβλ. αιφν-ίδιος)].