φαγείν
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
Greek Monolingual
και ιων. και επικ. τ. φαγέειν και φαγέμεν Α
1. τρώγω («πλεῖστα φαγεῖν τε καὶ πιεῑν», Αριστοτ.)
2. μτφ. καταναλώνω, καταδαπανώ («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αόρ. β' ἔ-φαγ-ον (απρμφ. φαγεῖν) του ρ. ἐσθίω «τρώγω» ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhag- με αρχική σημ. «διανέμω, διαιρώ, μοιράζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhajati «διαιρώ»), από όπου προήλθε η σημ. «καθορίζω ή λαμβάνω ως μερίδιο, ως τμήμα, ως μερίδα» και μέσω αυτής η ρίζα έλαβε τελικά και τη σημ. «τρώγω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhajate «λαμβάνω ένα μέρος, επωφελούμαι», bhak-ta- «μερίδα, γεύμα, τροφή», bhaksati «τρώγω, πίνω, επωφελούμαι», bhaga- «ιδιοκτησία, καλοτυχία», αβεστ. baga- / baγa- «τμήμα, καλοτυχία»)].