κισσώ

From LSJ
Revision as of 13:22, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

(I)
κισσῶ, αττ. τ. κιττῶ, -άω (Α)
1. (για έγκυο γυναίκα) επιθυμώ ασυνήθιστα και αλλόκοτα φαγητά («εἰώθασι δὲ ταῑς κυούσαις αἱ ἐπιθυμίαι γίγνεσθαι παντοδαπαί, καὶ μεταβάλλειν ὀξέως
ὅ καλοῡσί τινες κισσᾱν», Αριστοτ.)
2. μτφ. επιθυμώ, ποθώ («ὑμεῑς μέν γ' οὖν οἱ κιττῶντες τῆς εἰρήνης σπᾱτ' ἀνδρείως», Αριστοφ.)
3. (για γυναίκα) κυοφορώ, είμαι έγκυος («ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, και ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κίσσα (ΙΙ)].
(II)
κισσῶ και κιττῶ, -όω (Α) κισσός
κοσμώ με κισσό, στολίζω με κισσό («κρᾱτα κισσώσας ἐμόν», Ευρ.).