ψύχωση
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
Greek Monolingual
η / ψύχωσις, -ώσεως, ΝΑ [[ψυχῶ/ -ώνω]]
νεοελλ.
1. ιατρ. μία από τις σοβαρότερες ψυχικές νόσους, με κύρια συμπτώματα τη δημιουργία παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων και την πρόκληση σοβαρών ανεπαρκειών κρίσης και αντίληψης, ανεπάρκεια στη λειτουργία της νόησης και ανικανότητα αντικειμενικής εκτίμησης της πραγματικότητας
2. έντονη ψυχική κλίση («έχει ψύχωση με τα αστυνομικά μυθιστορήματα»)
3. φρ. «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση»
ιατρ. πάθηση με διαλείπουσα ή κυκλική εξέλιξη, που χαρακτηρίζεται από την επέλευση, κατά τη διάρκεια της ζωής του ασθενούς, διαδοχικών παροξυσμών διέγερσης ή κατάθλιψης
αρχ.
1. εμψύχωση, αναζωογόνηση
2. η ζωική αρχή («πάντων πατήρ, νοῡς καὶ ψύχωσις», Πυθαγ.).