Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επικάθημαι

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

(AM ἐπικάθημαι) κάθημαι
κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.)
νεοελλ.
μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζω
αρχ.
1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω
2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι
3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ
4. (για γραμματέα τραπεζίτη ή αργυραμοιβού) κάθομαι στο τραπέζι («ἐκέλευσεν ἀποδοῡναι Φιλίππῳ χιλίας δραχμὰς τὸν Φορμίωνα τὸν ἐπικαθήμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης», Δημοσθ.)
5. παραμένω στην επιφάνεια, πάνω σε κάτι
6. πολιορκώτότε δὲ συνεχῶς ἐπικαθημένων», Θουκ.)
7. φρ. οἱ ἐπικαθήμενοι
οι εγκατεστημένοι, οι κάτοικοι.