ὑπερδίδωμι
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
A give instead, προπάντων μίαν ὑπερδοῦναι θανεῖν E.Fr. 360.18 (perh. ὕπερ δοῦναι) ; πλοῦτον ὑπερδώῃσι is dub. l. in Antioch. Astr. in Cat.Cod.Astr.1.112.
German (Pape)
[Seite 1194] (s. δίδωμι), dafür geben, τί τινος, Eur. frg. Erechth. 17.
Greek Monolingual
Α δίδωμι
παραχωρώ κάποιον για να σώσω έναν άλλο («πρὸ πάντων μίαν ὑπερδοῡναι θανεῖν», Ευρ.).