καθηγούμαι
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
Greek Monolingual
(AM καθηγοῦμαι, -έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῦμαι)
νεοελλ.
(μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη
ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού
αρχ.
1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ.
β. «σὺ καθηγοῡ, ἕψομαι δ' ἐγώ», Πλάτ.)
2. υποδεικνύω, δείχνω («ὁ τὸν ποταμὸν καθηγούμενος», Πλάτ.)
3. είμαι αρχηγός κάποιου («καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας», Πλούτ.)
4. αρχίζω κάτι («καθηγήσασθαι τοῦ λόγου», Πλάτ.)
5. εισάγω κάτι, εγκαθιδρύω κάτι («οὐτ' αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῑν τιθείς», Ηρόδ.)
6. διδάσκω κάτι
7. είμαι δάσκαλος κάποιου («Καίσαρος καθηγήσατο», Στράβ.)
8. (λογ.) είμαι το ηγούμενο, το κύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡγοῦμαι].