μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
ἡσυχαῑος και δωρ. τ. ἁσυχαῑος -α, -ον, (Α)
1. ήσυχος
2. αργός, αδρανής
3. γαλήνιος, ήρεμος
4. το ουδ. ως ουσ. το ἡσυχαῑον
η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῑον
με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -αίος (πρβλ. δρομ-αίος < δρόμος)].