μαυρώνω

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

(ΑM μαυρῶ, -όω, Μ και μαυρώνω)
μαυρίζω, αμαυρώνω, θαμπώνω, τυφλώνω
μσν.
1. σκοτεινιάζω
2. μτφ. θλίβομαι, υποφέρω, δυστυχώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρωμένος,-η, -ον
μαυρειδερός, μελαψός
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν ὄνθ' ὅμως μαυροῡμεν ὑφ' αἵματος νέου», Αισχύλ.)
2. μτφ. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκοτεινό, αφανές, αφαιρώ τη λάμψη, τη δόξα ή την τιμή από κάποιον ή από κάτι («ῥεῑα δὲ μιν μαυροῡσι θεοί», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μαυρόω, - < ἀμαυρόω, -].