λειχήνας

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, -ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, -ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ)
1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και έναν νηματοειδή μύκητα που ζουν σε συμβίωση («λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν, οἱ δὲ βρύον καλοῡσι», Διοσκ.)
2. (ιατρ.-κτην.)
βλατιδώδες εξάνθημα στην επιδερμίδα τών ανθρώπων και τών ζώων, το οποίο είναι άγνωστης αιτιολογίας και εμφανίζεται σε όλα τα σημεία του σώματος, συχνότερα όμως στις πρόσθιες επιφάνειες τών καρπών και τών πήχεων, στους μηρούς, στα γεννητικά όργανα, καθώς και σε διάφορους βλεννογόνους
αρχ.
1. έντομο επιβλαβές για τα φυτά
2. το εξόγκωμα που σχηματίζεται στα γόνατα και στις οπλές τών αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- του λείχω «γλείφω» + επίθημα -ην, -ῆνος (πρβλ. απτ-ήν)].