ἐξαποφθείρω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
A destroy utterly, A.Pers.464, S.Tr.713.
German (Pape)
[Seite 871] gänzlich vernichten; ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειραν βίον Aesch. Pers. 456; μόνη αὐτὴν ἐξαπ οφθερῶ Soph. Tr. 710.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποφθείρω: καταστρέφω ἐντελῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 464, Σοφ. Τρ. 713.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξαποφθερῶ, ao. ἐξαπέφθειρα;
détruire complètement.
Étymologie: ἐξ, ἀποφθείρω.
Spanish (DGE)
destruir por completo, aniquilar ἁπάντων ἐξαπέφθειραν βίον A.Pers.464, μόνη γὰρ αὐτὸν ... ἐξαποφθερῶ S.Tr.713.
Greek Monolingual
ἐξαποφθείρω (Α)
καταστρέφω εντελώς, φθείρω τελείως, αφανίζω («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειρεν βίον», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐξαποφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαποφθείρω: совершенно губить, полностью уничтожать (βίον ἁπάντων Aesch.; τινά Soph.).