θεμελιακός
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ή, όν, A of or for the foundation, Sch.Lyc.615.
Greek (Liddell-Scott)
θεμελιακός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θεμελιακός, -ή, -όν) θεμέλιο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί θεμέλιο
νεοελλ.
μτφ. βασικός, ριζικός, θεμελιώδης («οι θεμελιακές αρχές του σοσιαλισμού»).
επίρρ...
θεμελιακός και -ά
θεμελιωδώς.