μισθαρνικός

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρνικός Medium diacritics: μισθαρνικός Low diacritics: μισθαρνικός Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΙΚΟΣ
Transliteration A: mistharnikós Transliteration B: mistharnikos Transliteration C: mistharnikos Beta Code: misqarniko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for hired work, mercenary, ἐργασίαι, τέχναι, ib.1337b13, EE1215a31.

German (Pape)

[Seite 190] ή, όν, den Lohnarbeiter betreffend, Sp., αἱ μισθαρνικαὶ ἐργασίαι, Arbeiten um Lohn, Arist. pol. 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’homme à gages, de mercenaire.
Étymologie: μισθάρνης.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α μισθαρνικός, -ή, -όν) μίσθαρνος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία»).

Greek Monotonic

μισθαρνικός: -ή, -όν (μισθάρνης), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή εργασία, μισθοφορικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μισθαρνικός: выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.).

Middle Liddell

μισθαρνικός, ή, όν μισθάρνης
of or for hired work, mercenary, Arist.