βυσσομέτρης
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ου, ὁ, A measuring the deeps, epith. of a fisherman, AP6.193 (Stat. Flacc.).
German (Pape)
[Seite 468] ὁ, Tiefenmesser, Flacc. 4 (VI, 193), vom Fischer.
Greek (Liddell-Scott)
βυσσομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν τὰ βάθη, ἐπίθ. τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. II. 6. 193.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui explore les abîmes de la mer en parl. d’un pêcheur.
Étymologie: βυσσός, μετρέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ medidor del fondo del marde un pescador AP 6.193 (Stat.Flacc.).
Greek Monotonic
βυσσομέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που μετρά τα βάθη της θάλασσας, που μετρά το βυθό, επίθ. των ψαράδων, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βυσσομέτρης: ου adj. m мерящий глубины (вод) (ἁλιεύς Anth.).