πολυνέφελος

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνέφελος Medium diacritics: πολυνέφελος Low diacritics: πολυνέφελος Capitals: ΠΟΛΥΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: polynéphelos Transliteration B: polynephelos Transliteration C: polynefelos Beta Code: polune/felos

English (LSJ)

ον, A overcast with clouds, EM7.10; Dor. πολυνεφέλας, α, epith. of Οὐρανός, Pi.N.3.10.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Wolken, sehr wolkig, Schol. Pind. N. 3, 10.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνέφελος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν νεφῶν κατακεκαλυμμένος, λίαν νεφελώδης, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 10, κτλ.· ― ὑπάρχει καὶ Δωρ. τύπος πολυνεφέλας, α, Πινδ. Ν. 3. 16.

Greek Monolingual

-ον, και δωρ. τ. πολυνεφέλας, Α
(ως προσωνυμία του Ουρανού) αυτός που έχει πολλά νέφη, πολύ νεφελώδης, καλυμμένος με σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. α-νέφελος].