ἱπποσόας
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ου, ὁ, (σεύω) A driving horses, ἄνδρες Pi.P.2.65; Ἰόλαος Id.I.5(4).32:—fem. ἱπποσόα, epithet of Artemis, Id.O.3.26 (as Subst., Pae.9.7):—also ἱπποσσόος, ον, Nonn.D.37.320.
German (Pape)
[Seite 1261] ὁ, Rossetummler, Ἰὁλαος Pind. I. 4, 35, ἄνδρες P. 2, 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποσόας: -ου, ὁ, (σεύω) διεγείρων εἰς δρόμον τοὺς ἵππους, Πινδ. Π. 2. 119, Ι. 5 (4). 40· - θηλ. ἱπποσόα, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 3. 47· καὶ ἱπποσόος, ον, Νόνν. Δ. 37. 320.
English (Slater)
ἱπποσόας m. adj.,
1 driving horses ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι (P. 2.65) ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (Tricl.: ἱπποσίας codd.) (I. 5.33)
Greek Monolingual
ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α)
1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.)
2. το θηλ. ίπποσόα
επίθ. της θεάς Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα αντίστοιχα συνθ. του ρ. σχηματίζονται σε -σσοος (πρβλ. βοο-σσόος, λαο-σσόος)].
Russian (Dvoretsky)
ἱπποσόας: ου adj. m погоняющий коней (Ἰόλαος Pind.).