τίφη
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ἡ,
A one-grained wheat, einkorn, Triticum monococcum, Arist. HA603b26 (pl.), Thphr.HP1.6.5, 8.1.1 (pl.), al., Diocl.Fr.113 (pl.), Gal.6.791, Plin.HN18.93; wrongly glossed by ὄλυρα, Hsch.
II a kind of beetle, Ar.Ach.920,925 (cf. Sch.Rav.ad loc., Suid. s.v. θρυαλλίς).
2 = σίλφη 1, Poll.7.19, Phryn.268 (Lobeck for τίλφη, confirmed by cod. Laur.), Ael.NA8.13. (The quantity of ι is doubtful; pl. τίφαι is written in Thphr.HP8.1.1, Diocl. l.c., dat. τιφαῖς Arist. l.c. (v.l. στιφαῖς).)
German (Pape)
[Seite 1121] ἡ, 1) eine Getreideart, die Einige mit ὄλυρα vergleichen und verwechseln; Arist. H. A. 8, 21; Theophr. – 2) ein Insekt, auch τίλφη u. σίλφη geschrieben, Ar. Ach. 884. 889; nach Andern die auf stehenden Wassern laufende Wasserspinne, bipula; vgl. Ael. H. A. 8, 13.
Greek (Liddell-Scott)
τίφη: [ῑ;] ἡ, εἶδος γεννήματος ἢ σίτου (διάφορον τῆς ὀλύρας), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5. ΙΙ. ἔντομόν τι, ἴσως ταὐτὸν καὶ σίλφη, ἢ ἴσως ἡ ἐπὶ τῶν λιμναζόντων ἡσύχων ὑδάτων ἐπιτρέχουσα ἀράχνη, Λατ. tipula, Ἀριστοφ. Ἀχ. 920, 925, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 8. 13· - ἀλλ’ ὁ Elmsl. ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὡς εἶδος μικροῦ ἀκατίου ἢ λέμβου, πρβλ. σίλφη ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 sorte de blé, pê le même que ὄλυρα;
2 tipule, insecte (cf. τίλφη, σίλφη).
Étymologie: DELG pas d’étym.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
είδος υμενόπτερου εντόμου
μσν.-αρχ.
μονόκοκκο σιτάρι («σπείρειν δὲ ἐν τοῖς οἰκείοις τόποις σησάμην, τίφας, ζειάς, κέγχρον», Γεωπ.)
αρχ.
η σίλφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
τίφη: ἡ, έντομο, ίσως αράχνη που τρέχει πάνω από τα λιμνάζοντα ήσυχα νερά, Λατ. tipula, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τίφη: v. l. τιφή ἡ
1) полба (разновидность) Arst.;
2) Arst. = σίλφη.
Middle Liddell
τίφη, ἡ,
an insect, perh. the water-spider, that runs on the top of smooth water, Lat. tipula, Ar.
Frisk Etymology German
τίφη: {típhē}
Grammar: f.
Meaning: 1. einkörniger Weizen, Einkorn, Triticum monococcum (Arist., Thphr. u.a.). 2. N. eines Insekts = σίλφη, τίλφη (Poll., Phryn., Ael.). 3. Bed. unklar (Ar. Ach. 920, 925), nach Sch. Rav. ad loc. et Suid. s. θρυαλλίς = σίλφη.
Derivative: Adj. τίφινος zum Einkorn gehörig (Gal., Orib.).
Etymology : Unerklärt.
Page 2,906