ἄγριππος
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
ὁ, Lacon. name for the A wild olive, Suid., etc.; prov., ἀκαρπότερος ἀγρίππου Zen.1.60; in Hsch. ἄγριφος.
German (Pape)
[Seite 23] ὁ, bei den Laconiern der wilde Oelbaum, nach Zenob. 1, 60, der das Sprichwort ἀκαρπότερος ἀγρίππου anführt.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγριππος: ὁ, Λακων. ὄνομα τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Σουΐδ. κτλ.: Παροιμ., ἀκαρπότερος ἀγρίππου, ἐπὶ τῶν πάνυ πενομένων εἴρηται· Λάκωνες γὰρ τὴν ἀγρίαν ἐλαίαν ἄγριππον καλοῦσιν, Ζηνοβ. ἐπιτ. Παροιμ. 1, 60· παρ’ Ἡσυχ. ἄγριφος, ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. Schmidt ἀγρίφος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἄγριπος Fr.Lex.I.10; ἄγριφος Hsch.
• Morfología: [ac. lacon. ἀγρίππαν Prou.Bodl.193]
n. lacon. para el acebuche Hsch.l.c., Sud.
•en prov., de los que por mucho que trabajen nunca salen de pobres ἀκαρπότερος ἀγρίππου Zen.1.60, Prou.Bodl.l.c.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: Laconian name for a wild olive (Zen.)
Other forms: ἄγριφος γένος τι ἀγρίας ἐλείας H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 158 notes that these words have the characterictic variation of Pre-Greek words.