δυνάστωρ
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
ορος, ὁ, A = δυνάστης, E.IA280 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 673] ορος, ὁ, = δυνάστης, Eur. I. A. 280.
Greek (Liddell-Scott)
δῠνάστωρ: -ορος, ὁ = δυνάστης, Ψευδευριπ. Ι.Α. 280.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
c. δυνάστης.
Étymologie: δύναμαι.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
jefe, príncipe Ἤλιδος δυνάστορες príncipes de la Élide componentes de la expedición aquea contra Troya, E.IA 280.
Greek Monolingual
δυνάστωρ (-ορος), ο (Α)
δυνάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δυνάστης.
Russian (Dvoretsky)
δῠνάστωρ: ορος ὁ Eur. = δυνάστης.