ἀφιέρωσις
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
εως, ἡ, A hallowing, dedication, D.S.1.90, Plu.Publ.15; χρημάτων BMus.Inscr.481*.386 (Ephesus, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 410] ἡ. die Weihung, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιέρωσις: -εως, ἡ, τὸ καθιεροῦν τι, ἡ καθιέρωσις, Διόδ. 1. 90, Πλουτ. Ποκλ. 15.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
consécration, dédicace.
Étymologie: ἀφιερόομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀποιέρωσις Robert, Les Gladiateurs 6.3 (Apolonia de Iliria II d.C.), PMag.62.38
dedicación, consagración τῶν ζῴων D.S.1.90, cf. 1.17, τοῦ ἔργου Plu.Publ.15, χρημάτων IEphesos 27.386 (II d.C.), ἀποκατάστησε (sic) εἰς τὰς ἀποιερώσις ὑμῶν PMag.l.c., cf. Robert, Les Gladiateurs l.c., τῶν ἄρτι νεοπαγῶν προσευκτηρίων ἀφιερώσεις Eus.HE 10.3.1, τοῦ νεώ Soz.HE 2.26, περὶ τῆς Ἀμαζόνων ἀφιερώσεως Harp.s.u. Ἀμαζόνειον.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιέρωσις: εως ἡ освящение, посвящение Diod., Plut.