είσειμι
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
εἴσειμι (Α)
1. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι»)
2. (για χορό ή υποκριτές) παρουσιάζομαι στη σκηνή
3. (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην εκκλησία του δήμου
4. (για διάδικους ή δίκη) παρουσιάζω υπόθεση στο δικαστήριο
5. αναλαμβάνω αρχή ή αξίωμα
6. έρχομαι στο μυαλό («ταῡτα λέγοντος τοῦ παιδὸς τὸν Ἀστυάγεα ἐσήιε ἀνάγνωσις αὐτοῦ» — τον αναγνώρισε ο Αστυάγης).