γλίτσα
Greek Monolingual
και γλίντζα, γλίτζα, η
1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα
2. λεκές από λίπος
3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά
4. «γλίτσα της πέτρας» — το φυτό ροκέλλη η φύκοψις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή του -σ- σε -τσ- (πρβλ. σαλαγώ -τσαλαγώ, γλώσσα -γλώτσα). Για την τροπή κν- > γλ- πρβλ. διαλεκτ. γλισάρι < κνισάρι. Κατ' άλλους η λ. γλίτσα < (βουλγ.) glinza, ενώ άλλοι τή συνδέουν με τη γλίνα].