Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
ηίαση, θεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις, το γ- από τη συνίζηση του συμπλέγματος ια - (πρβλ. ιατρός -γιατρός)].